Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμάκατος η [atmákatos] Ο36 : (λόγ.) μεγάλη βάρκα που κινείται με μηχανή· βενζινάκατος.
[λόγ. ατμ(ο)- + άκατος μτφρδ. γαλλ. chaloupe à vapeur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμάκατος [atmákatos] η, (L) naut
- steamboat, steam launch, motor-boat (near-syn βενζινάκατος):
- η ~ που με πήγαινε σκαμπανέβαζε πάνω στ' αφρισμένα κύματα (Ouranis) |
- στις εννιά το βράδυ φάνηκε η ~ του Λιμεναρχείου (Koumantareas) |
- κάποια ~ δεν είδε στο σκοτάδι τον άτυχο κολυμβητή και η έλικά της τον τραυμάτισε σοβαρά (Alivizatos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμάκατος, cpd of ατμός & άκατος]
- steamboat, steam launch, motor-boat (near-syn βενζινάκατος):