Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατλάζι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατλάζι το [atlázi] Ο44 : είδος υφάσματος γυαλιστερού και σκληρού, από μετάξι και βαμβάκι ή λινό. || (μτφ., λογοτ.): Tης θάλασσας τ΄ ατλάζια.

[τουρκ. atlas, atlaz (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Κριαρά]
ατλάζι το.
  • Στιλπνό μεταξωτό ύφασμα:
    • εύμορφα ατλάζια (Aρσ., Kόπ. διατρ. [665]).

[<τουρκ. atlas. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατλάζι [atlázi] το,
  • ① atlas, satin (syn σατέν):
    • γυαλιστερό ~ |
    • λείο ~ |
    • τα πήρανε .. μέσα σε τρία μακρουλά νεκροσέντουκα ντυμένα σε άσπρο ~ (Myriv) |
    • φορούσε φούστα τριζάτη .. και μπούστο από ~ στολισμένο με χίλιες δυο κόψες (Vlami) |
    • ανοίξανε τα μπαούλα τους για να βρουν άσπρα και γαλάζια ατλάζια, να φτιάσουνε σημαίες (ADoxas) |
    • poem .. αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ~ | στον ήλιο κλ (Elytis)
  • ② fig sth of satiny appearance or texture, satin:
    • βγήκανε τ' άστρα, .. καρφώθηκαν ένα ένα στο μαυρογάλαζο τ' ~ (Petsalis) |
    • poem στ' ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια | ακροπατώντας η ψυχή κλ (Mavilis) |
    • .. πίσω δος μου | το βελουδένιο του ματιού και του χεριού το ~ (Μalakasis)

[fr postmed, MG ατλάζι ← Turk atlaz (bes atlas) 'satin' ← Arab atlas]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατλάζινος, -η, -ο [atlázinos]
  • ① made of or covered w. satin cloth, of satin (syn in ατλαζένιος 1)
  • ② fig smooth and shiny, satiny, silky (syn in ατλαζένιος 2):
    • μπαίνομε σ' ένα μικρόν όρμο με απαλότατες γραφικές καμπύλες και ακύμαντα ατλάζινα νερά (Ouranis) |
    • poem θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση | να πηγαίνει και να 'ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ | τι ακριβώς μου θυμίζανε κλ (Vrettakos)

[der of ατλάζι w. suff -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες