Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατιμώρητος, επίθ.
-
- 1) Που δεν τιμωρείται:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [514]).
- 2) Aνώδυνος:
- O θάνατος … του Mωράτ … παρά του πατρός αυτού ατιμωρητότερος (Δούκ. 2852).
[αρχ. επίθ. ατιμώρητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν τιμωρείται:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατιμώρητος -η -ο [atimóritos] Ε5 : που δεν του επέβαλαν τιμωρία ή που κατόρθωσε να ξεφύγει την τιμωρία: Οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος παρέμειναν ατιμώρητοι. Kανένα παράπτωμά μας δεν άφηνε ατιμώρητο.
ατιμώρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀτιμώρητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμώρητος, -η, -ο [atimόritos] (L)
- ① unpunished (ant τιμωρημένος):
- ~ κλέφτης, μαθητής |
- ατιμώρητη αναίδεια |
- ατιμώρητο έγκλημα |
- κάλλιο ο φονιάς να μείνει ~ παρά να πλερώσει άδικα ο αθώος (Karagatsis) |
- συνετέλεσα να μείνει ~ ο φόνος του (Kokkinos) |
- δεν ήταν δυνατόν ν' αφήσει ο θεός ατιμώρητη την αδικία που μας έκανε (Tachtsis) |
- τετρακόσιες σελίδες χωρίς την άνετη και φροντισμένη παρακολούθηση των ήρεμων καιρών δεν βγαίνουν ατιμώρητες από το τυπογραφικό συνθετήριο (Chourmouzios)
- ② unpunishable (ant αξιόποινος, αξιοτιμώρητος):
- το δικαστήριο κρίνει τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες συνέβη η πράξη, και μπορεί να τη θεωρήσει ατιμώρητη
[fr postmed, MG ατιμώρητος ← Κ (pap), AG]
- ① unpunished (ant τιμωρημένος):