Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατιμωτικός -ή -ό [atimotikós] Ε1 : που ατιμάζει, που επιφέρει ατίμωση: Aτιμωτικές πράξεις.
[λόγ. ατίμω(σις) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμωτικός, -ή, -ό [atimotikós] (L)
- causing disgrace or dishonor, dishonorable, disgraceful, disgracing, shameful, ignominious (near-syn εξευτελιστικός, ντροπιαστικός):
- ~ θάνατος |
- ατιμωτική δουλεία, καταδίκη, κηλίδα, ποινή |
- ατιμωτικό έγκλημα, μαρτύριο, στίγμα |
- milit ατιμωτική έξοδος από την υπηρεσία dishonorable discharge |
- καλύτερα ένδοξος πόλεμος παρά ατιμωτική ειρήνη |
- το θύμα υπέκυψε σε ατιμωτικότερο βιασμό |
- θέλει ν' αλαφρώσει .. τη μνήμη του .. από μια τρομερή και ατιμωτική παρεξήγηση (Nirvanas) |
- τα δύο αυτά επαγγέλματα θεωρούνται ατιμωτικά (Ouranis) |
- είναι ατιμωτικό για τον ελεύθερο άνθρωπο να θεωρείται ψεύτης (Vrettakos) |
- δεν τόλμησαν να χαλάσουν το ατιμωτικό για την πόλη τους σύμβολο (Karouzos)
[fr kath (neol) ατιμωτικός, der of *ατιμωτός (: ατιμώ)]
- causing disgrace or dishonor, dishonorable, disgraceful, disgracing, shameful, ignominious (near-syn εξευτελιστικός, ντροπιαστικός):