Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατιμωρησία η [atimorisía] Ο25 : το να μην τιμωρείται κάποιος για τα σφάλματά του: H ~ αποθράσυνε τους πάντες.
[λόγ. < ελνστ. ἀτιμωρησία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμωρησία [atimorisía] η, (L)
- impunity (syn το ατιμώρητο, ant τιμωρία):
- μερικοί δοσίλογοι εξασφάλισαν ~ |
- έχουν το θράσος να αξιώνουν ~ και ασυδοσία, διότι δήθεν παρέδωσαν μόνοι τους την εξουσία |
- οι παρακλήσεις και οι συστάσεις είχαν για μόνο αποτέλεσμα να δίνουν στον όχλο τη βεβαιότητα της ατιμωρησίας του (Ouranis, adapted) |
- εκεί εύρισκαν ησυχία, ανοχή, ~ (ανάλογα με την αιτία του φευγιού τους), φιλοξενία (Floros)
[fr kath ατιμωρησία ← postmed (Somavera ατιμωρησιά) ← PatrG, der of ατιμώρητος]
- impunity (syn το ατιμώρητο, ant τιμωρία):