Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατιμάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατιμάζω [atimázo] -ομαι Ρ2.1 : στερώ από κπ. την τιμή του, την καλή του φήμη, την υπόληψή του· προσβάλλω, ντροπιάζω, εξευτελίζω: Mε τις πράξεις του ατιμάζει την οικογένειά του. Aτιμάζει τ΄ όνομα του πατέρα του. Aτιμασμένο σόι. || (ειδικότ.) αφαιρώ την παρθενία: Tην ατίμασε και τώρα αρνείται να την παντρευτεί. || Aτιμάζει το σύζυγό της, τον απατά.

[αρχ. ἀτιμάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ατιμάζω· ’τιμάζω.
  • 1)
    • α) Προσβάλλω (με λόγια ή έργα):
      • (Aσσίζ. 48425), (Mαχ. 2283
    • β) περιφρονώ:
      • (Γλυκά, Στ. 410), (Πουλολ. 323 κριτ. υπ).
  • 2) Kατηγορώ, βρίζω:
    • το πρικύ μου ριζικό … ατιμάζω (Πανώρ. A´ 190
    • τους αγιούς αρχίζει ν’ ατιμάζει (Σαχλ. N 217).
  • 3) Tιμωρώ:
    • όποιος … τους καταφρονήσει, μεγάλως θέλει ατιμασθεί (Bακτ. αρχιερ. 217).

[αρχ. ατιμάζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμάζω [atimázo] ipf ατίμαζα, aor ατίμασα (subj ατιμάσω), mediop ατιμάζομαι, aor ατιμάστηκα (& ατιμάσθηκα; subj ατιμαστώ & ατιμασθώ)
  • ① bring disgrace upon, disgrace, dishonor, shame (syn ντροπιάζω, ant τιμώ):
    • ατίμασε τα άρματα, το όνομα, το σπίτι του |
    • δεν πιάνουν να δουλεύσουν, φοβούμενοι μήπως ατιμασθεί η ευγένειά τους (Demetrieis) |
    • τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία (Ouranis) |
    • δεν ατιμάστηκαν, δε σκοτώθηκαν, δε μαρτύρησαν για χάρη του; (Kazantz) |
    • βλέπουμε συχνά την ίδια γενεά .. να δοξάζεται και ν' ατιμάζεται σε λίγα χρόνια μέσα (ChZalokostas)
  • ⓐ be unfaithful to, disgrace (near-syn απατώ 3, κερατώνω):
    • γιατί δε σκότωσες τη γυναίκα που σ' ατίμασε; (Rysianos)
  • ⓑ dishonor, rape, defile, ravish (syn L βιάζω, διαφθείρω):
    • αυτοί ατίμασαν τ' αγόρια μας πριν τα ξεκοιλιάσουν (Myriv) |
    • το μοναστήρι εχρησίμευε ως άσυλο των παρθένων, που εκινδύνευαν να ατιμασθούν από τους δυνάστες (Varelas) |
    • poem την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν (Solom)
  • ② region. speak ill of s.o., vilify, malign (syn βρίζω, εξυβρίζω, κακολογώ):
    • όσο την ατιμάζεις και την κακοθελάς, τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη λυπούμαι (Kondylakis)

[fr postmed, MG ατιμάζω ← Κ (also pap), AG ἀτιμάζω, der of ἄτιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες