Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατηγάνιστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατηγάνιστος, -η, -ο [atiγánistos] (& ατηγάνητος)
  • not fried, unfried (ant τηγανητός, τηγανισμένος):
    • ατηγάνιστες πατάτες |
    • ατηγάνιστο κοτόπουλο, κρέας, ψάρι

[fr postmed (Somavera) ατηγάνιστος, cpd w. *τηγανιστός (: τηγανίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες