Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατηγάνιστος, -η, -ο [atiγánistos] (& ατηγάνητος)
- not fried, unfried (ant τηγανητός, τηγανισμένος):
- ατηγάνιστες πατάτες |
- ατηγάνιστο κοτόπουλο, κρέας, ψάρι
[fr postmed (Somavera) ατηγάνιστος, cpd w. *τηγανιστός (: τηγανίζω)]
- not fried, unfried (ant τηγανητός, τηγανισμένος):