Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατζαμοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατζαμοσύνη η [adzamosíni] Ο30α : η ιδιότητα του ατζαμή· αδεξιότητα.

[ατζαμ(ής) -οσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατζαμοσύνη [adzamosíni] η,
  • ① inexperience, inexpertness, unskilfulness, amateurishness, ineptitude (syn in ατζαμιλίκι):
    • ~ |
    • από ~ του δικηγόρου χάσαμε τη δίκη |
    • στέκεται λίγο, τάχα από ~, .. σα να 'ναι πρωτάρης σ' αυτή τη δουλειά (Fteris) |
    • ένας σκλάβος από ~ του έσπασε πολύτιμο βάζο (Bastias)
  • ② inept or clumsy act, fumble, bungle (syn αδεξιότητα 2b):
    • φοβούμαι .. πολύ μήπως διαπράξετε τίποτα ατζαμοσύνες και πέσετε έξω (Psathas)

[der of ατζαμής w. suff -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες