Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατζαμής ο [adzamís] Ο8 θηλ. ατζαμού [adzamú] Ο37 : (οικ.) για πρόσωπο που δεν ξέρει ή που δεν κάνει καλά την τέχνη του, το επάγγελμά του ή άλλη ασχολία· αδέξιος: Πήγα στο ράφτη, αλλά έπεσα σε ατζαμή. || (ως επίθ.): ~ ράφτης / μαραγκός / γιατρός. Είναι ~ στο τάβλι.
[τουρκ. acami < acemi (από τα αραβ.) -ς· ατζαμ(ής) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ατζάμης ο.
-
- Πέρσης:
- Έλαβε … πλήθος πολύ εκ των Aτζάμηδων (Έκθ. χρον. 325).
[<αραβοτουρκ. ῾Adjam - A’câm (πληθ. του Acem). Βλ. και Ατζέμης]
- Πέρσης:
[Λεξικό Κριαρά]
- ατζαμής ο· ’τζαμής.
-
- Έφηβος στρατολογημένος με το παιδομάζωμα που εκπαιδεύεται για να καταταγεί στο σώμα των γενιτσάρων, στη φρουρά των σουλτανικών ανακτόρων, κ.α.:
- (Tάξ. Πόρτ. 51), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5084).
[<αραβοτουρκ. ῾adjamī (τουρκ. acemi). H λ. στο Du Cange (‑μίδες) και σήμ.]
- Έφηβος στρατολογημένος με το παιδομάζωμα που εκπαιδεύεται για να καταταγεί στο σώμα των γενιτσάρων, στη φρουρά των σουλτανικών ανακτόρων, κ.α.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατζαμής1 [adzamís] ο,
- inexperienced or inexpert person, novice, tyro, fumbler (syn ο αδέξιος, αρχάριος1 1, πρωτάρης):
- την έπαθε σαν ~ |
- για σήμερα μου φτάνει, .. σιγά σιγά μαθαίνει ο ~ |
- οι ατζαμήδες προσπαθούν να δικαιολογήσουν στην παρέα τους τις αστοχίες τους (Ouranis) |
- η συναγρίδα .. και το φαγγρί έχουν τον τρόπο τους να ξαγκιστρωθούνε από τ' αγκίστρι του ατζαμή (Bastias) |
- πατήσαμε την πεπονόφλουδα σαν ατζαμήδες (Tsirkas)
[substantiv. m of ατζαμής2]
- inexperienced or inexpert person, novice, tyro, fumbler (syn ο αδέξιος, αρχάριος1 1, πρωτάρης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατζαμής2, -ήδισσα, -ήδικο [adzamís]
- ① inexperienced, inexpert, unskilled, incompetent (syn αδέξιος 1, άπειρος1 1, πρωτάρης):
- ~ |
- ατζαμήδισσα γυναίκα, μαγείρισσα |
- ατζαμήδικο παιδί |
- ~ στη δουλειά, στο τάβλι |
- καταλαβαίνει πως έχει άνθρωπο ατζαμή απάνω του και κάνει του κεφαλιού του (Venezis) |
- folks. εγώ 'μαι ξένος κι ~
- ② inept, maladroit, clumsy, (syn αδέξιος 2):
- σαν ~
[fr postmed ατζαμής ← Turk acemi 'untrained, novice, tyro']
- ① inexperienced, inexpert, unskilled, incompetent (syn αδέξιος 1, άπειρος1 1, πρωτάρης):