Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατζαμήδικος, -η, -ο [adzamí∂ikos]
- ① exhibiting lack of experience or skill, inexpert, amateurish, crude (syn αδέξιος 1, ατζαμίστικος):
- ατζαμήδικη δουλειά |
- ~ |
- ατζαμήδικο ράψιμο |
- έγραψε ο κακομοίρης δυο τρία στη δημοτική γλώσσα κι είδες τι ατζαμήδικα που 'ναι (Kontoglou)
- ② clumsy, awkward, fumbling, bungling (syn αδέξιος 2):
- o B. ξακολούθησε το .. παιδιακήσιο, το ατζαμήδικο φλερτ (Karagatsis)
[der of ατζαμής2]
- ① exhibiting lack of experience or skill, inexpert, amateurish, crude (syn αδέξιος 1, ατζαμίστικος):