Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατζέντης [adzéndis] ο, (L)
- ① naut ship's agent, shipping agent (syn ναυτικός πράκτορας)
- ⓐ commerce broker
- ② theat theatrical agent (syn θεατρικός πράκτορας):
- έρχεται ένα γράμμα από κάποιον ατζέντη της Αμερικής, .. που ζητούσε .. ελληνικό φολκλορικό συγκρότημα, για να το περιοδεύσει στην Αμερική (Stratou)
[fr It agente]