Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατενίζω [atenízo] Ρ2.1α : α.κοιτάζω κάπου ευθεία μπροστά και μακριά: ~ τον ορίζοντα. β. (μτφ.) έχω στραμμένη την προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου, τις προσπάθειές μου σε κτ.: ~ με αισιοδοξία το μέλλον.
[λόγ. < αρχ. ἀτενίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατενίζω [atenízo] ipf ατένιζα, aor ατένισα, pass ατενίζομαι
- ① look fixedly, stare (at), gaze (upon) (syn αναντρανίζω 2, L ενατενίζω, προσβλέπω, προσηλώνομαι):
- ατενίζει βλοσυρά, επίμονα, ήρεμα, μελαγχολικά, σκληρά |
- ατενίζει με ειρωνεία, με θαυμασμό, με κατάπληξη |
- ατενίζει το αστέρι, τον ουρανό |
- τον ατενίζει κατάματα |
- μπορούσε να τον ατενίζει [τον ήλιο] χωρίς να θαμπώνεται (Xenop) |
- το υπεροπτικό μονόκλ του ατένιζε προς τον κόσμο σαν από το ύψος θρόνου (Ouranis) |
- ανακαλύπτει πρώτος στη ζωγραφική το βλέμμα που ατενίζει τον θεατή (Kanellop) |
- ατένισε το ακροατήριό του με μιαν αυστηρή .. ματιά (Theotokas) |
- poem ποιος είναι αυτός που μ' ατενίζει | μέσα από το κρύσταλλο | με τα δικά μου μάτια; (Melissanthi) |
- τα γαλανά της μάτια με ικεσία | τον παλιατζή ατενίζουν (Boumi-P)
- ② cast one's eyes on, look at, see, observe (syn αντικρύζω 3, βλέπω, κοιτάζω):
- έδωσε και ανθρώπινη μορφή στον θεό και πρόσφερε σ' όλους τη μεγάλη ευκαιρία να ατενίσουν το πρόσωπό του (Kanellop) |
- από το ευρύχωρο άνω διάζωμα ο θεατής ατενίζει τη γραφική κοιλάδα (Dakaris) |
- μέσα σε ωραιότατη κοιλάδα ατενίζει ο σημερινός επισκέπτης τα εκτεταμένα ερείπια (Penteas)
- ⓐ espy, descry, spot, perceive, see (syn βλέπω, ξεχωρίζω):
- τον ατένισα ανάμεσα σε εκατοντάδες θεατές στο γνωστό μου αμφιθέατρο (Louros)
- ⓑ be oriented toward, front on, face (syn βλέπω):
- συμπλήρωσε μιαν από τις θαυμάσιες προσόψεις του παλατιού, εκείνη που ατενίζει την Πιατσέτα (Kanellop)
- ③ inspect closely, examine, consider (syn ενατενίζω, εξετάζω, κοιτάζω):
- ατενίζει το πρόβλημα |
- τη Mικρασία σα σύνολο την ατένισε μόνο το Mουσικό Λαογραφικό Aρχείο (MMerlier) |
- οι πιο προοδευτικοί λογοτέχνες ατένισαν το έργο του Pονσάρ μόνο με κοροϊδευτικό χαμόγελο (Thrylos) |
- το ίδιο αντικείμενο, άμα ατενίζεται από άλλη σκοπιά, .. αποκτά άλλες διαστάσεις (id.)
- ⓒ view mentally, contemplate, face, regard (syn αντικρύζω 4, L ενατενίζω, προσατενίζω, προσβλέπω):
- ατενίζει το άγνωστο |
- ατενίζει το μέλλον |
- ατενίζει το άπειρο, τη ζωή, το πεπρωμένο |
- ατενίζουν οι οπαδοί του όχι μόνο τον μεμονωμένο βασανισμένο συνάνθρωπο, .. αλλά ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία (Kanellop) |
- δεν ατένιζα πίσω σ' ό,τι έχω κάνει, αλλά μπροστά, σ' όσα ακριβώς δεν έχω κάνει (Melas) |
- όποιος νικά ή υποδουλώνει, οφείλει ν' ατενίζει το μίσος αυτών που στέκονται χαμηλότερα (Vrettakos) |
- ύστερα από πολλά χρόνια σπουδής ατένιζε την ανεξαρτησία του (Louros)
- ⓓ look up to s.o., turn toward, regard, consider (syn αποβλέπω 1c, προσβλέπω):
- οι άντρες τον ατενίζουν με σέβας και τιμή (Petsalis) |
- οι Kύπριοι ατενίζουν την Eλλάδα σαν μια ιδανική αγαπημένη (Thrylos) |
- η άρρωστη ατενίζει τον γιατρό σαν θεό (Louros) |
- poem μέσ' της ελπίδας το ναό η ψυχή γονατισμένη | το θεό της ατενίζει κλ (Eliya)
[fr kath ατενίζω ← K (also pap), AG ἀτενίζω, der of ἀτενής]
- ① look fixedly, stare (at), gaze (upon) (syn αναντρανίζω 2, L ενατενίζω, προσβλέπω, προσηλώνομαι):