Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατενής, επίθ.
-
- (Προκ. για βλέμμα) που είναι προσηλωμένος·
- (εδώ επιρρημ.):
- έβλεπεν μόνον ατενές (Kαλλίμ. 460).
- (εδώ επιρρημ.):
[αρχ. επίθ. ατενής. H λ. και σήμ. λόγ.]
- (Προκ. για βλέμμα) που είναι προσηλωμένος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατενής -ής -ές [atenís] Ε10 : (λόγ.) που είναι στραμμένος ευθεία μπροστά και μακριά: Aτενές βλέμμα.
ατενώς ΕΠIΡΡ α. επίμονα, με προσήλωση. β. (γυμν.) παράγγελμα για επαναφορά στη στάση της προσοχής. [λόγ. < αρχ. ἀτενής, ἀτενῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατενής, -ής, -ές [atenís] (L)
- fixed, steady, intent (syn προσηλωμένος):
- κοιτάζει με ατενές βλέμμα
[fr kath ατενής ← MG ατενής ← PatrG, K, AG ἀτενής]
- fixed, steady, intent (syn προσηλωμένος):