Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατελώνιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατελώνιστος -η -ο [atelónistos] Ε5 : (για εμπορεύματα κτλ.) α. που δεν τον εκτελώνισαν, που δεν τον πέρασαν ακόμα από το νόμιμο έλεγχο του τελωνείου για να φορολογηθεί. ANT εκτελωνισμένος: H απεργία των τελωνειακών συνεχίζεται ενώ χιλιάδες είδη παραμένουν ατελώνιστα στις αποθήκες. β. (σπάν.) που εισάγεται ή εξάγεται ατελώς ή λαθραία.

[λόγ. α- 1 τελωνισ- (τελωνίζω < τελών(ης) -ίζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀτελώνητος ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατελώνιστος, -η, -ο [atelόnistos] (L)
  • ① not cleared through customs, uncustomed (ant εκτελωνισμένος):
    • το εμπόρευμα παραμένει ατελώνιστο στο λιμάνι
  • ② on which (import) duties have not been paid:
    • ορκιζόταν να μην αφήσει ούτε μύγα να περάσει ατελώνιστη (Karkavitsas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατελώνιστος, cpd w. *τελωνιστός (: τελωνίζω Koumanoudis, 1871, 1889; cf cpd εκτελωνίζω & derivs εκτελωνισμός, εκτελώνιση, -ιστής, -ιστικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες