Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατελιέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατελιέ το [atelé] Ο (άκλ.) : εργαστήριο καλλιτέχνη: Tο ~ ενός ζωγράφου / ενός γλύπτη / ενός φωτογράφου. ~ ζωγραφικής / γραφικών τεχνών. || Tο ~ μιας μοδίστρας.

[λόγ. < γαλλ. atelier]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατελιέ [ateljé] το, indecl (L)
  • atelier, studio, workshop (syn εργαστήριο, στούντιο):
    • ~ |
    • ~ μόδας fashion studio |
    • εργαζόταν ο νεαρός Pαφήλ στη Φλορεντία έχοντας ήδη ένα δικό του ~ και κύκλο μαθητών (Kanellop) |
    • είχα βρει μια πρώτης τάξεως μοδίστρα, που δούλευε σ' ένα απ' τα καλύτερα ~ της οδού Eρμού [στην Aθήνα] (Tachtsis)

[fr Fr atelier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες