Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατελής, επίθ.
-
- Tο ουδ. ως ουσ. = έλλειψη ολοκλήρωσης, ωριμότητας:
- το της ηλικίας μου ατελές (Σφρ., Xρον. 813).
[αρχ. επίθ. ατελής. H λ. και σήμ.]
- Tο ουδ. ως ουσ. = έλλειψη ολοκλήρωσης, ωριμότητας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατελής 1 -ής -ές [atelís] Ε10 : που κτ. του λείπει για να ολοκληρωθεί, για να γίνει σωστός ή τέλειος· ημιτελής, ελλιπής: ~ καύση / ανάπτυξη. || (μαθημ.): ~ διαίρεση, που πάντοτε αφήνει υπόλοιπο. ANT τέλειος.
[λόγ. < αρχ. ἀτελής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατελής 2 -ής -ές : που είναι νόμιμα απαλλαγμένος από τέλη, φόρους, δασμούς κτλ.: ~ εισαγωγή πρώτων υλών.
ατελώς ΕΠIΡΡ: Tο πιστοποιητικό εκδίδεται ~. [λόγ. < αρχ. ἀτελής· λόγ. < αρχ. ἀτελῶς `ανολοκλήρωτα΄ < ἀτελής (δες ατελής 1) κατά τη σημ. του ατελής 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελής, -ής, -ές [atelís] (L)
- ① imperfect, inadequate, deficient, incomplete (near-syn ανεπαρκής, ασυμπλήρωτος, ελλιπής, λειψός, ant τέλειος):
- ~ |
- ατελές σχέδιο |
- ατελή δεδομένα |
- ~ οικονομική υποδομή |
- ~ καύση intern. comb. eng. incomplete combustion |
- ατελή αντισώματα med incomplete antibodies |
- ~ επαγωγή logic imperfect induction |
- επιστημονικά η ελληνική γλώσσα παραμένει ~ |
- ίσως ως το τέλος ο γλωσσικός εξελληνισμός να έμεινε κάπως ~ |
- ο ιδανικός κύκλος είναι ο τέλειος και ο αισθητός είναι ο ~ (Theodorakop) |
- θεωρούσαν τους γάμους χωρίς παιδιά ατελείς (IPetrop)
- ⓐ imperfect, poor, crude, defective, faulty (near-syn ελαττωματικός, πλημμελής, ant τέλειος):
- ~ |
- ατελές εκπαιδευτήριο |
- ατελή μέσα συγκοινωνίας |
- ~ ανταγωνισμός econ. imperfect competition |
- η απονομή της δικαιοσύνης στο διεθνές πεδίο είναι ακόμα ~ |
- και η ~ δημοκρατία είναι καλύτερη από κάθε άλλο πολίτευμα (Tsatsos) |
- η πιο παλιά περίοδος της εξέλιξης του νεολιθικού πολιτισμού χαρακτηρίζεται .. από την ολοκληρωτική απουσία ακόμα και της ατελέστερης κεραμεικής (NPlaton) |
- πρέπει να ήταν ατελέστατη η επιτήρηση .. των εργατών (Karouzou) |
- η λάξευση του αναγλύφου είναι ατελέστατη (DLazaridis)
- ⓑ unaccomplished, unskilled:
- ~ |
- με προδρόμους ατελέστερους μα δημιουργικούς και σεβαστούς πάντα .. ο νέος ποιητής έρχεται να πλατύνει .. τα σύνορα της ποιητικής τέχνης (Palam)
- ② econ. tax exempt, duty-free (syn αδασμολόγητος, ασύδοτος2 1, αφορολόγητος):
- ~ |
- ατελές μηχάνημα |
- του επετράπη ~ αλιεία στην Kασπία Θάλασσα
[fr kath ατελής ← MG ατελής ← PatrG, K (also pap), AG ἀτελής]
- ① imperfect, inadequate, deficient, incomplete (near-syn ανεπαρκής, ασυμπλήρωτος, ελλιπής, λειψός, ant τέλειος):