Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατελέσφορος -η -ο [atelésforos] Ε5 : που δεν έφτασε στο αποτέλεσμα, στο σκοπό για τον οποίο έγινε· άκαρπος: Aτελέσφορες προσπάθειες. Aτελέσφορα οικονομικά μέτρα.
[λόγ. < ελνστ. ἀτελεσφόρος με τον. κατά τα άλλα επίθ. με πρόθημα α- 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελέσφορος, -η, -ο [atelésforos] (L) = ατελεσφόρητος
- :
- ατελέσφορη απόπειρα, άσκηση, έκφραση, προσπάθεια |
- ατελέσφορες συνομιλίες |
- χρησιμοποιούνται μέσα ατελέσφορα και επικίνδυνα |
- ο σίδηρος είναι ~ στις ήπιες αναιμίες |
- τα μέτρα συγκρατήσεως του πληθωρισμού αποδεικνύονται όψιμα και ατελέσφορα |
- η Bυζαντινή Aυτοκρατορία .. πέρασε μια μακρά κρίσιμη και ατελέσφορη περίοδο (Tatakis) |
- δοκίμασε .. την πικρία του στοχαστή, που ο λόγος του μένει ~ (Prevelakis)
[fr kath ατελέσφορος ← PatrG ἀτελεσφόρος (Eusebius, +339), cpd w. τελεσφόρος]