Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατεκνία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατεκνία η [ateknía] Ο25 : το να μην έχει ή να μην μπορεί να αποκτήσει κάποιος τέκνα.

[λόγ. < αρχ. ἀτεκνία]

[Λεξικό Κριαρά]
ατεκνία η.
  • Έλλειψη τέκνων:
    • (Διγ. Gr. 3318), (Διγ. Z 4027).

[αρχ. ουσ. ατεκνία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατεκνία [ateknía] η, (L)
  • childlessness (ant πολυτεκνία):
    • ο γιατρός απέδωσε την ~ |
    • η ελληνική εκκλησία .. έχει ως θεσμό την ~ για τους επισκόπους και τους μοναχούς (Saratsis) |
    • έβλεπαν τον άντρα και τη γυναίκα, που δεν αποκτήσανε παιδιά, .. σαν προνομιούχα πλάσματα, που τα προστάτευε η ~ τους (Fteris)

[fr kath ατεκνία ← postmed, MG ατεκνία ← K (also pap), AG ἀτεκνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες