Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταραξία η [ataraksía] Ο25 : η ιδιότητα ή η κατάσταση εκείνου που δε χάνει την ψυχική του ηρεμία· ψυχραιμία: Aντιμετώπισε τις συκοφαντίες με απόλυτη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀταραξία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταραξία [ataraksía] η, (L)
- impassiveness, serenity, calmness, tranquillity, composure (syn απάθεια 1, ατάραχο, ηρεμία, ψυχραιμία):
- βουδική, εξοργιστική, μελαγχολική, ολύμπια, στοχαστική ~ |
- επικούρεια ~ philos ataraxia |
- διακόπτει, διατηρεί, χάνει την ~ του |
- κοιμάται, πολεμά με ~ |
- απαρίθμησε τα τραγικά γεγονότα με ξηρότητα και ~ (Papantoniou) |
- έκρυβαν την απαισιοδοξία τους πίσω από μια προσωπίδα αταραξίας (Kanellop) |
- τα νεύρα μου, που με ξεγελούσαν από χτες με μια φαινομενική ~, έσπασαν (Terzakis) |
- το τοπίο δείχνει τις αυστηρές γραμμές και την αιώνια ~ του (ChZalokostas)
[fr kath αταραξία ← PatrG, K, AG (Democr +) ἀταραξία, der of ἀτάραχος; cf postmed (Somavera) αταραξιά 'id.']
- impassiveness, serenity, calmness, tranquillity, composure (syn απάθεια 1, ατάραχο, ηρεμία, ψυχραιμία):