Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αταπείνωτος, επίθ.
-
- Yπεροπτικός στο φρόνημα, υπερήφανος:
- ψυχή … αταπείνωτος (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 26).
[μτγν. επίθ. αταπείνωτος. H λ. και σήμ.]
- Yπεροπτικός στο φρόνημα, υπερήφανος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταπείνωτος -η -ο [atapínotos] Ε5 : που δεν τον ταπείνωσαν ή δεν μπορούν να τον ταπεινώσουν: Aταπείνωτη αξιοπρέπεια. ~ και ανυπόταχτος λαός.
[λόγ. < ελνστ. ἀταπείνωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταπείνωτος, -η, -ο [atapínotos] (L)
- unhumiliated, unhumbled (near-syn αντρόπιαστος, ant ταπεινωμένος):
- κρατάει ψηλά στον αταπείνωτο κοντό την υπερήφανη ιπποτική σημαία (Athanas)
[fr kath αταπείνωτος ← MG αταπείνωτος ← PatrG, K ἀταπείνωτος, cpd w. *ταπεινωτός (: ταπεινώ), w. kath der ταπεινωτικός]
- unhumiliated, unhumbled (near-syn αντρόπιαστος, ant ταπεινωμένος):