Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταξικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταξικός -ή -ό [ataksikós] Ε1 : α.που δεν έχει κοινωνικές τάξεις. ANT ταξικός: Aταξική κοινωνία. β. που δε λαμβάνει υπόψη του το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις ή τις αντιθέσεις των κοινωνικών τάξεων: H κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο είναι αταξικό.

[λόγ. α- 1 ταξικός μτφρδ. γερμ. klassenlos]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταξικός, -ή, -ό [ataksikós] (L)
  • ① polit not characterized by class divisions, classless (ant ταξικός):
    • αταξική κοινωνία |
    • αταξική δικαιοσύνη |
    • ~ χαρακτήρας του πολιτεύματος |
    • poem η αταξική του φύση [του σεξ] καθηλώνει στον ίδιο | παρονομαστή όλες τις τάξεις (Spanias)
  • ② med caused by or exhibiting loss of muscular coordination, ataxic

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταξικός, cpd w. ταξικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες