Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταξία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταξία η [ataksía] Ο25 : α.έλλειψη τάξης, κατάσταση ή λειτουργία γενικά ανώμαλη: Aνέλαβε ο ίδιος τη διεύθυνση της επιχείρησής του, για να βάλει κάποια τάξη στην ~ που επικρατούσε. || (ιατρ.) μυϊκή ~, η αδυναμία του οργανισμού να ρυθμίσει τις εκούσιες κινήσεις των μυών. ~ σφυγμού, αρρυθμία. β. πράξη άτακτη· παρεκτροπή: Mην κάνεις αταξίες γιατί θα τιμωρηθείς. Kατηγορείται για οικονομικές / για διαχειριστικές αταξίες, ατασθαλίες.

[λόγ. < αρχ. ἀταξία]

[Λεξικό Κριαρά]
αταξία η· αταξιά.
  • 1) Έλλειψη τάξης:
    • (Θησ. (Foll.) I 80), (Θεολ., Tζίρ. 35622).
  • 2) Aντικανονικότητα:
    • είναι αταξία να διηγείρουν (ενν. οι γυναίκες) πόλεμον (Iστ. Bλαχ. 704).
  • 3) Παράβαση, παράπτωμα:
    • κοπελίστικη αταξιάν (Θυσ. 792· Διγ. Άνδρ. 40526).
  • 4) Aπρέπεια:
    • διχώς να ποίσουν αταξιάν (Θησ. (Foll.) I 128).
  • 5) Tαραχή, στάση:
    • μήπως … και κάμουν αταξίας και δυναστείας (Kώδ. Xρονογρ. 50).

[αρχ. ουσ. αταξία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταξία [ataksía] η,
  • ① disorder, disarray, confusion, irregularity (syn ακαταστασία 1, αρρυθμία 2b, ασυνταξία 2, άτακτο 1, ant ευταξία, τάξη):
    • γλωσσική, ορθογραφική, χρονολογική ~ |
    • είδε την τάξη και την κανονικότητα .. εκεί όπου πριν απ' αυτόν υπήρχε μονάχα ~ (Papanoutsos) |
    • στη φιλοσοφία των εθνών βασίλευε ~ (Tatakis) |
    • επικρίνει αυστηρά το βιβλίο του .. για την ~ ως προς τη διάρθρωση της ύλης (Vacalop) |
    • αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με μεγάλη ~, ενώ τους χτυπούσαν τ' αυτόματα του οχυρού (Terzakis) |
    • poem ο ήλιος εισρέει | στην ~
  • ② bad conduct, misbehavior, unruliness, mischief (syn L παράπτωμα):
    • ερωτική, ηθική ~ |
    • τον μάλωσαν για την ~ που έκανε |
    • κόπηκαν οι κλεψές εις την πρωτεύουσα κι όλες οι αταξίες (Makryg) |
    • δε θέλω ν' ανακατωθώ στις αταξίες σας (Tsirkas) |
    • θα 'μοιαζα με μαθητούδι, που καταγγέλλει την ~ του φίλου του στο δάσκαλο (Katsouris)
  • ③ (L) med loss of muscular coordination, ataxia:
    • κινητική ~ |
    • ενζωοτική ~

[fr postmed, MG αταξία ← K (pap), AG ἀταξία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες