Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταλάντευτος -η -ο [atalándeftos] Ε5 : 1.που δεν ταλαντεύεται, δεν κλονίζεται. 2. (μτφ.) σταθερός, αμετακίνητος: Aταλάντευτη γνώμη / πίστη / άποψη. Παραμένει ~ στην αρχική του απόφαση.
αταλάντευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀταλάντευτος `χωρίς ισορροπία΄ κατά τη σημ. της λ. ταλαντεύομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταλάντευτος, -η, -ο [atalándeftos] (L)
- unwavering, steadfast, firm (near-syn ακλόνητος 2, αμετακίνητος 2, σταθερός):
- αταλάντευτη γραμμή, θέση, πίστη, στάση |
- αταλάντευτη προάσπιση των δικαίων της Eλλάδος |
- είναι βασική, αταλάντευτη αρχή ότι το κοινωνικό όφελος υπερισχύει του ατομικού κέρδους |
- επιδιώκουμε αταλάντευτοι την επίσπευση της εντάξεως στην Kοινή Aγορά
[fr kath αταλάντευτος ← PatrG (4th c.) ἀταλάντευτος, cpd w. *ταλαντευτός (: ταλαντεύω), whose der is ταλαντευτ-ικός]
- unwavering, steadfast, firm (near-syn ακλόνητος 2, αμετακίνητος 2, σταθερός):