Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταλάντευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αταλάντευτα [atalándefta] adv (L)
  • unwaveringly, steadfastly, firmly (near-syn ακλόνητα, αμετακίνητα, σταθερά):
    • διακηρύχθηκε επίσημα και ~ |
    • η ιδεολογική γραμμή του κόμματος παραμένει ~ η ίδια

[der of αταλάντευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες