Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταλάντευτα [atalándefta] adv (L)
- unwaveringly, steadfastly, firmly (near-syn ακλόνητα, αμετακίνητα, σταθερά):
- διακηρύχθηκε επίσημα και ~ |
- η ιδεολογική γραμμή του κόμματος παραμένει ~ η ίδια
[der of αταλάντευτος]
- unwaveringly, steadfastly, firmly (near-syn ακλόνητα, αμετακίνητα, σταθερά):