Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατακτοποίητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατακτοποίητος -η -ο [ataktopíitos] & αταχτοποίητος -η -ο [ataxtopíitos] Ε5 : α.(για πργ.) που δεν τον τακτοποίησαν, δεν τον έβαλαν στην κανονική του θέση ή σειρά: Έχω ακόμα ατακτοποίητα τα βιβλία. Aτακτοποίητες σκέψεις. Aτακτοποίητο δωμάτιο, ασυγύριστο. β. που βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα· εκκρεμής, αδιευθέτητος: Aτακτοποίητες υποθέσεις. Aτακτοποίητοι λογαριασμοί. γ. (για πρόσ.) που δεν τακτοποίησε τα σχετικά με τον εαυτό του: Είναι ~ ακόμη από δουλειά, δεν τακτοποιήθηκε σε μια (οριστική) δουλειά.

[λόγ. α- 1 τακτοποιη- (τακτοποιώ), ταχτοποιη- (ταχτοποιώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατακτοποίητος, -η, -ο [ataktopíitos] (L) (& αταχτοποίητος)
  • ① not set in order, disordered, messy, untidy (syn in ασυγύριστος 1):
    • ατακτοποίητο δωμάτιο, σπίτι |
    • ατακτοποίητα βιβλία, κουζινικά, ρούχα |
    • το υπόμνημα τακτοποιήθηκε σε κάποιο ατακτοποίητο αρχείο (Christidis) |
    • το πλουσιότερο απόθεμα, που είχε συγκομίσει από την επαφή του με το ευρωπαϊκό πνεύμα, έμεινε μέσα του .. αταχτοποίητο, αταξινόμητο (Chourmouzios)
  • ② not taken care of, not looked after, unattended (near-syn αφρόντιστος):
    • το φρουραρχείο με πολλή νηφαλιότητα μάζευε τους ατακτοποίητους φαντάρους (Theotokas)
  • ③ not cleared, unsettled, outstanding, not liquidated (syn αδιακανόνιστος, αδιευθέτητος, ακαθάριστος 4b, αξεκαθάριστος 2, αξεμπέρδευτος 1b):
    • ~ |
    • ατακτοποίητες υποθέσεις |
    • ατακτοποίητο χρέος

[fr kath (neol) ατακτοποίητος, cpd w. *τακτοποιητός (: τακτοποιώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες