Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταίριαστα [atérjasta] adv (& region. αταίριαγα, αταίριαχτα)
- ① incongruously, discordantly, inappropriately (syn ανάρμοστα, παράταιρα, ant ταιριαστά):
- ~ |
- ο κρότος, που ακούστηκε, ήταν ~ δυνατός (Terzakis)
- ② improperly, unbecomingly, indecorously (syn άπρεπα):
- του μίλησε ~ |
- αγαπούσε ~ μια μεγαλύτερή του (Xenop) |
- poem .. πώς μπόρεσε να γίνει τέτοιο πράμα, | στον ξένο τούτον έτσι ~ |
- αλλού γελάμε ~ κι αλλού του κάκου κλαίμε! (Athanas)
[der of αταίριαστος]
- ① incongruously, discordantly, inappropriately (syn ανάρμοστα, παράταιρα, ant ταιριαστά):