Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατίμως
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ατίμως, επίρρ.· υπερθ. ατιμοτάτως, (Eρμον. P 167).

[αρχ. επίρρ. ατίμως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατίμωση η [atímosi] Ο33 : προσβολή και στέρηση της τιμής, της υπόληψης, της αξιοπρέπειας κάποιου· ατιμασμός: H ~ του ονόματός του τον οδήγησε στην αυτοκτονία· (πρβ. ντρόπιασμα, εξευτελισμός).

[λόγ. < αρχ. ἀτίμω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατίμωση [atímosi] η, (L)
  • ① act or process of bringing disgrace upon s.o., dishonoring, defilement (syn ατιμασία, ατίμασμα, ντρόπιασμα):
    • ~ αθώων κοριτσιών |
    • το θύμα δεν πολυθεωρούσε ~ το βιασμό |
    • σκότωνε .. τους συζύγους των γυναικών που κατακτούσε, όταν του ζητούσαν λόγο για την ατίμωσή τους (Ouranis) |
    • την πετάει [την εικόνα] στο πηγάδι να τη σώσει απ' τις ατίμωσες (Papatsonis) |
    • δεν μπορώ να υποστώ την ~ μιας δεύτερης σύλληψης (Katselli)
  • ② disgrace, dishonor, shame, indignity (syn in ατιμία 1):
    • στην Ιουδαία η παρθενία νομιζόταν ~ (Athanasiadis-N) |
    • το έκαμε για να σώσει την κυρία Ν. από την ~, στην οποία την υπέβαλε ο ανήθικος καλλιτέχνης (Melas) |
    • μια χώρα βουτηγμένη στη φτώχεια και στην ~ (ADoxas)

[fr kath ατίμωσις ← Κ, ΑG, der of AG ἀτιμῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες