Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατίμασμα το [atímazma] Ο49 : ατιμασμός.
[λόγ. ατιμασ- (ατιμάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατίμασμα [atímazma] το, s. ατιμασία
- :
- ~
[der of ατιμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατίμασμαν το· ’τίμασμαν.
-
- Περιφρόνηση, προσβολή:
- Tο ’τίμασμαν τους άτυχους … κρατούν το εις μεγάλον φούμος (Ξόμπλιν φ. 128v).
[<αόρ. του ατιμάζω + κατάλ. ‑μαν]
- Περιφρόνηση, προσβολή: