Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατίθασος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατίθασος -η -ο [atíθasos] Ε5 : α.που δεν μπορούν να τον τιθασεύσουν, να τον εξημερώσουν· άγριος, αδάμαστος. ANT εξημερωμένος: Aτίθασο άλογο. β. (για πρόσ.) που δεν υπακούει, δεν πειθαρχεί σε άλλον· ανυπάκουος, απείθαρχος: Aτίθασα παιδιά. Aτίθασοι μαθητές. ~ χαρακτήρας. || Aτίθασα μαλλιά, που δε στρώνουν εύκολα.

[λόγ. < ελνστ. ἀτίθασος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατίθασος1 [atíθasos] ο, (L)
  • untamable or indomitable person, rebel (near-syn ανυπάκουος1, απείθαρχος1):
    • η Δεξιά εκμεταλλεύεται .. τα ιερά και τα όσια, που για χάρη τους αναγκάζεται να κακομεταχειριστεί τους ατίθασους (Ploritis)

[substantiv. m of ατίθασος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατίθασος2, -η, -ο [atíθasos] (L)
  • ① untamed, untamable, tameless, wild (syn άγριος Α1, αδάμαστος 1, near-syn άστρωτος 3):
    • ατίθασο άλογο |
    • είναι .. ανάμεσα σ' αυτά και αίγαγροι, ατίθασα αγρίμια που πρέπει χωριστά να τα ταγίσεις (Floros) |
    • το ήμερο εκείνο αλογάκι .. είχε κιόλας γίνει ένα ατίθασο θεριό (TDoxas) |
    • poem εσύ το τρυφερό το αρνάκι, που όλο εβέλαζε, | το κατσικάκι το ατίθασο του λόγγου (Zevgoli)
  • ② fig uncontrollable, unmanageable, unrestrainable, wild, free (near-syn απειθάρχητος 3, ασυγκράτητος2 2b):
    • ατίθαση θάλασσα, φωτιά |
    • ατίθαση εκρηκτικότητα νιότη, ορμή, σκέψη, φαντασία, ψυχή |
    • ατίθασα μαλλιά |
    • ~ |
    • αυτοί οι άγριοι, ατίθασοι κλάδοι των δέντρων .. φαίνονται σαν καμωμένοι από ατσάλι (Panagiotop) |
    • δεν έχουν .. την ικανότητα .. να υποτάξουν ένα νέο και ατίθασο οργανισμό, όπως είναι η δημοτική (Charis) |
    • χρειάσθηκε να νικήσει μέσα του πολλές ατίθασες δυνάμεις, ώσπου να πάρει το δρόμο της αρετής (Dimaras) |
    • τον έβλεπα να μάχεται σκληρά ιδροκοπώντας με το ατίθασο υλικό (Psathas)
  • ③ rebellious, indomitable, incompliant (near-syn ανυπάκουος2 2, ανυπότακτος2 1, απειθάρχητος 2):
    • ~ |
    • ατίθασοι μισθοφόροι |
    • ατίθασο πνεύμα αριστερισμού |
    • κοντά τους μαζεύονταν σιγά σιγά τ' ατίθασα παλληκάρια της Ρούμελης (ChZalokostas) |
    • ανάγκασε τις ατίθασες σλαβικές φυλές της περιοχής να υποταχθούν (MChatzidakis) |
    • όλη η διπλωματική του ικανότητα δεν θα του αρκούσε για να επιβληθεί στους ατίθασους προμάχους της ελληνικής ελευθερίας (Georgoulis)
  • ⓐ unruly, unmanageable, undisciplined, intractable (near-syn απειθάρχητος 2b, άτακτος2 4):
    • ατίθασα παλιόπαιδα |
    • περνά την ατίθαση ηλικία |
    • δεν επιβάλλονται οι γονείς στα συχνά ατίθασα παιδιά τους |
    • νοιώθει το ατίθασο μωρό να κλοτσάει ανυπόμονα μέσα στην κοιλιά της (Roufos)

[fr kath ατίθασος ← PatrG, K ἀτίθασος, cpd w. AG (+) τιθασός 'tamed']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες