Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατάραχος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ατάραχος, επίθ.
  • Γαλήνιος, ήσυχος, ανενόχλητος:
    • (Aχιλλ. O 115), (Δούκ. 16321).

[αρχ. επίθ. ατάραχος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατάραχος -η -ο [atáraxos] Ε5 : α.που δεν ταράζεται, που παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας· ατάραχτος, ήρεμος: Aτάραχα νερά. β. (μτφ., για πρόσ.) που δε συγχύζεται, δεν εκδηλώνει κάποιο έντονο συναίσθημα ανησυχίας, θυμού, αγανάχτησης, φόβου κτλ.· απαθής, ψύχραιμος, νηφάλιος: Άκουσε ~ το κατηγορητήριο. Παρακολουθούσε με ατάραχο βλέμμα τη σφαγή. ατάραχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀτάραχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατάραχος1 [atáraxos] ο, (L)
  • impassive or tranquil person (syn άπαθος1):
    • νομίζουν πως ταιριάζει στους πνευματικούς ανθρώπους .. να παίζουν τον ρόλο του ατάραχου και του άπαθου (Tsatsos)

[substantiv. m of ατάραχος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατάραχος2, -η, -ο [atáraxos] (& region. ατάραγος)
  • ① calm, serene, untroubled, undisturbed (syn L αδιασάλευτος 1, αδιατάρακτος, ατάραχτος 1):
    • ~ |
    • ατάραχη μέρα |
    • ατάραχο τοπίο |
    • ατάραχα βουνά |
    • σπάνια σε κείνα τα μέρη αφήνουν τη θάλασσα ατάραχη οι ανεμοζάλες (Idas) |
    • βυθίζονταν σ' έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο (Venezis) |
    • πήρε μια μικρή πέτρα και την πέταξε στ' ατάραχα νερά (Chatzianagnostou)
  • ② impassive, imperturbable, calm, tranquil, composed (syn απαθής 3, ατάραχτος 2, ήρεμος, ψύχραιμος):
    • ~ |
    • ~ |
    • ατάραχη ζωή, ομορφιά, φωνή, ψυχή |
    • ατάραχη αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, κρίση, μεγαλοπρέπεια |
    • ατάραχο βλέμμα, πρόσωπο, ύφος |
    • βαδίζει, μένει, πολεμά ~ |
    • εβύθισε ~ στο στήθος του το εγχειρίδιό του (Roussos) |
    • ζήτημα τιμής ήταν να δαμάσουν τους φρικτούς πόνους των και να υπομείνουν την δοκιμασία ατάραχοι (Vacalop) |
    • ~ αντιμετώπισε την εξέγερση (Melas) |
    • ατάραγος τραβούσε από το θυλάκι του ένα διπλωμένο χαρτί (Vlami) |
    • .. poem ο κύκνος πλέει ~

[fr postmed, MG ατάραχος ← K (also pap), AG (Aristotle +) ἀτάραχος, der of τάραχος (Xenoph.) bes syn AG ταραχή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες