Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατάλαντος -η -ο [atálandos] Ε5 : που δεν έχει ταλέντο, κλίση, κυρίως καλλιτεχνική. ANT ταλαντούχος: ~ καλλιτέχνης / ζωγράφος / ηθοποιός.
[λόγ. α- 1 τάλαντ(ον) -ος μτφρδ. γερμ.(;) untalentiert (διαφ. το αρχ. ἀτάλαντος `ισόβαρος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάλαντος1 [atálandos] ο, (L)
- untalented person:
- οι ποιητικές με τους άτεγκτους κανόνες εφαρμόστηκαν μόνο από τους ατάλαντους (Dizikirikis)
[substantiv. m of ατάλαντος2]
- untalented person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάλαντος2, -η, -ο [atálandos] (L)
- untalented (ant ταλαντούχος):
- ~
[fr kath (neol) ατάλαντος, cpd of privat. α- & τάλαντον; cf AG ἀτάλαντος 'equivalent']
- untalented (ant ταλαντούχος):