Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατάκτως, επίρρ.
-
- Aτάκτως, χωρίς τάξη· ανώμαλα, παράτυπα:
- (Iστ. πολιτ. 7014)·
- φρ. ατάκτως ποιώ = αυθαιρετώ:
- (αυτ. 751).
[αρχ. επίρρ. ατάκτως]
- Aτάκτως, χωρίς τάξη· ανώμαλα, παράτυπα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάκτως [atáktos] adv (L)
- ① untidily, messily, helter-skelter (syn άτακτα 1):
- το .. υλικό που συνέλεξε παραμένει ~
- ② in a disorderly or disorganized fashion, without proper formation, pell-mell (syn άτακτα 1b):
- έφυγαν ~
[fr kath ατάκτως ← MG ατάκτως ← K (also pap), AG ἀτάκτως, der of ἄτακτος]
- ① untidily, messily, helter-skelter (syn άτακτα 1):