Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύχαστος -η -ο [asíxastos] Ε5 : (προφ.) που δεν έχει ησυχάσει ή που δεν ησυχάζει. α. που συνεχώς βρίσκεται σε κίνηση: Όλη την ημέρα το παιδί είναι ασύχαστο. β. που δεν κοπάζει, που δε μειώνεται η έντασή του: ~ πόνος. Aσύχαστη φουρτούνα.
[α- 1 συχασ- (συχάζω) -τος, συχάζω: < ησυχάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύχαστος, -η, -ο [asíxastos]
- ① not stopping for rest, not resting, relentless:
- ασύχαστη νοικοκυρά |
- δουλεύει μέρες τώρα ~
- ⓐ not having rested, unrested (syn αξεκούραστος 1):
- είναι ακόμη ~
- ② disquieted, agitated, turbulent (near-syn ανήσυχος2 1, ant γαλήνιος):
- ~ |
- ασύχαστη θάλασσα |
- ασύχαστο λιμάνι, νερό
- ⓑ unable to rest, restless, unquiet, uneasy (near-syn ανήσυχος2 1b, ταραγμένος):
- ασύχαστη καρδιά |
- στριφογύριζε πολλή ώρα στο σκληρό πάτωμα, ~, με πονεμένο το κορμί (Theotokas) |
- η σκέψη μας .. τρέμει σιγανά, ευαίσθητη κι ασύχαστη σαν τη βελόνα της πυξίδας (id.) |
- poem .. άταφος και ~
- ③ ceaseless, relentless, incessant, continuous (syn in ασταμάτητος 1):
- ~ |
- ασύχαστη δίψα, φουρτούνα |
- ιστορία των αλλεπάλληλων και ασύχαστων .. επαναστατικών ζυμώσεων (Vacalop) |
- κρύβει κάτω από την ήρεμη απλοϊκότητά της αντινομίες δυνατές και ασύχαστες (Theotokas) |
- χτυπάει όπου βρει Γερμανοϊταλούς σ' έναν ασύχαστο πόλεμο (ChZalokostas)
[der of ανησύχαστος (dial, & Homer Il 2.206 Kaz-Kakr) this cpd w. *ησυχαστός (: ησυχάζω); cf ανησυχαστ-ικός]
- ① not stopping for rest, not resting, relentless: