Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύστολος -η -ο [asístolos] Ε5 : (λόγ.) αδιάντροπος, συνήθ. Aσύστολα ψεύδη, πολύ μεγάλα, χονδροειδή, που λέγονται χωρίς ντροπή.
ασύστολα & (λόγ.) ασυστόλως ΕΠIΡΡ: Ψεύδεται ~. [λόγ. α- 1 συστολ(ή) 2 -ος· λόγ. ασύστολ(ος) -ως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύστολος, -η, -ο [asístolos] (L)
- shameless, impudent, brazen, barefaced (syn αδιάντροπος 1, αναίσχυντος 1, ξετσίπωτος):
- ~ |
- ασύστολη διαρπαγή, διαφθορά, προπαγάνδα, τρομοκρατία, υποκρισία |
- ασύστολο πάθος |
- ασύστολο σεξ |
- ασύστολο ψεύδος |
- ασύστολη παραβίαση του συντάγματος |
- ασύστολη εκμετάλλευση των καταναλωτών |
- ασύστολη σπατάλη του δημοσίου χρήματος |
- έβλεπες .. πτώματα .. μαζεμένα ή τεντωμένα με στάσεις παράδοξες και ασύστολες (Theotokas) |
- είχαν, χάρη στην ασύστολη αγγλοαμερικανική υποστήριξη, απαλλαγεί από κάθε αίσθημα ενοχής (Christidis)
[fr kath (neol) ασύστολος, cpd w. συστολή; cf kath adv ασυστόλως]
- shameless, impudent, brazen, barefaced (syn αδιάντροπος 1, αναίσχυντος 1, ξετσίπωτος):