Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύρματος -η -ο [asírmatos] Ε5 : που γίνεται ή που λειτουργεί με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χωρίς την ύπαρξη σύρματος ως αγωγού. ANT ενσύρματος: Aσύρματες επικοινωνίες. Aσύρματο τηλέφωνο. || (ως ουσ.) ο ασύρματος, ο ασύρματος τηλέγραφος: ~ πλοίου / αεροπλάνου / στρατιωτικής μονάδας. Εκπομπή / λήψη με τον ασύρματο.
[λόγ. α- 1 συρματ- (σύρμα) -ος μτφρδ. αγγλ. wireless]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύρματος1 [asírmatos] ο, (L)
- wireless (telephone and/or telegraph), radio (receiver and transmitter):
- αντένα ασυρμάτου |
- δέκτης, πομπός, σταθμός ασυρμάτου |
- χειριστής ασυρμάτου radio operator (syn ασυρματιστής) |
- εκπαιδευόταν στον ασύρματο μαζί με πολλούς άλλους αξιωματικούς (Karagatsis) ρωτώ με τον ασύρματο των βλεμμάτων αν θέλει τη συντροφιά μου (Melas) |
- ο ασύρματός μας καλεί βοήθεια (Alithersis)
[fr kath ο ασύρματος (sc τηλέγραφος), substantiv. m of ασύρματος2]
- wireless (telephone and/or telegraph), radio (receiver and transmitter):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύρματος2, -η, -ο [asírmatos] (L)
- without wires, wireless (ant ενσύρματος):
- ~ |
- ασύρματο τηλέφωνο |
- εγκατάσταση ασύρματης επικοινωνίας από το φράγμα του Mόρνου ως τον Kιθαιρώνα |
- όλα τα πλεούμενα των ωκεανών έχουν λύσει την ασύρματη γλώσσα τους και διηγούνται το ένα στ' άλλο τα βάσανά του (Athanasiadis-N) |
- με τη Λ. αυτή ασχολούνται όλα τα ενσύρματα κι ασύρματα μέσα του σύγχρονο κόσμου (Melas)
[fr kath (neol) ασύρματος, cpd w. σύρμα]
- without wires, wireless (ant ενσύρματος):