Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύνετος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύνετος -η -ο [asínetos] Ε5 : που δεν είναι συνετός· απερίσκεπτος, αστόχαστος: ~ άνθρωπος. || που ταιριάζει σε ασύνετο άνθρωπο: Aσύνετη πράξη. ασύνετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύνετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύνετος1 [asínetos] ο, (L)
  • unwise or imprudent person (syn in άμυαλος1 2):
    • όπως στον πραχτικό έτσι και στο θεωρητικό βίο υπάρχουν οι ασύνετοι και οι συνετοί (Papanoutsos)

[substantiv. m of ασύνετος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύνετος2, -η, -ο [asínetos] (L)
  • ① unwise, imprudent, foolish (syn in άμυαλος2 1, ant συνετός):
    • ασύνετο μυαλό είσαι, αν κυκλοφορήσεις .. ύστερ' από τις έξι ή τις οχτώ το βράδυ (Panagiotop) |
    • η Φλορεντία έπεσε στα χέρια .. του νεαρού, ασύνετου και διεφθαρμένου Aλέξανδρου των Mεδίκων (Kanellop) |
    • είναι να τα λυπάται κανείς αυτά τα ασύνετα γλαρόνια (Zappas)
  • ② ill-advised, ill-considered, unjudicious, foolish (syn in απερίσκεπτος2 2):
    • ασύνετη ειλικρίνεια, ενέργεια, επιχείρηση, υπερβολή |
    • ασύνετο πάθος |
    • ήταν ασύνετο να διοργανώνεις ένα πραξικόπημα και να μη γνωρίζεις ποίος θα αναλάβει τα ηνία του κράτους |
    • είναι πάντα ασύνετο να μένει ένας στρατός άνεργος (Christidis) |
    • επαινούν κείμενα ανάξια .. με ασύνετη ευχέρεια (Xydis)

[fr kath ασύνετος ← MG (CGL) ασύνετος ← K (also pap), AG ἀσύνετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες