Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύνδετος -η -ο [asínδetos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν συνδέσει με κτ. άλλο, που δεν είναι συνδεδεμένος, συνήθ. για ηλεκτρική συσκευή που δεν την έχουν συνδέσει με το ηλεκτρικό ρεύμα: H κουζίνα δε λειτουργεί, γιατί είναι ακόμα ασύνδετη. 2α. (γραμμ.) Aσύνδετη σύνταξη. Aσύνδετο σχήμα και ως ουσ. το ασύνδετο, όταν παραθέτουμε όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις χωρίς να βάζουμε ανάμεσά τους συνδέσμους. β. που δε συνδέεται, δε συνδυάζεται λογικά με κτ. άλλο: Οι συναισθηματικά ουδέτερες παραστάσεις μένουν ασύνδετες και γρήγορα διαγράφονται από τη συνείδηση. || που δεν έχει λογικό ειρμό: Aσύνδετες σκέψεις / φράσεις.
ασύνδετα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2β: αρχ. ἀσύνδετος· 2α: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύνδετος, -η, -ο [asín∂etos] (L)
- ① unconnected, unlinked, unrelated, isolated (near-syn ασυνάρτητος2 1, άσχετος2 1 ant συνδεδεμένος L, συνδεμένος):
- ασύνδετα θέματα, λόγια, περιστατικά, φαινόμενα |
- επεισόδια ασύνδετα μεταξύ τους |
- αφήγηση ασύνδετη προς την πραγματικότητα |
- αυτό που θα κάμει είναι ασύνδετο προς ό,τι θα πει (Panagiotop) |
- η Aθήνα .. ήταν ένα κεφάλι φτιαστό κι ασύνδετο με το άλλο κορμί του έθνους (Bastias) |
- τα ψυχικά γεγονότα δεν μένουν μέσα στη συνείδηση ασύνδετα και απομονωμένα (Papanoutsos)
- ② lacking organic bond or cohesion, disconnected, uncoordinate (near-syn ασυνάρτητος 2):
- ασύνδετες κοινωνικές δυνάμεις |
- το δίκαιό τους, το ρωμαϊκό, αποτελούσε ένα σπουδαίο .. όγκο εργασίας, ασύνδετης όμως στο βάθος και ασυστηματοποίητης (Tatakis) |
- θα το διατυπώσεις με αλλόκοτες, ασύνδετες κινήσεις, με χειρονομίες (Panagiotop) |
- τα μέτρα, που εφαρμόζει η κυβέρνησις, είναι μάλλον μονομερή και ασύνδετα (Angelop) |
- σ' αυτούς [τους κλάδους] έχει συντελεστεί πολλή γόνιμη, αν και ασύνδετη εργασία (Lambridi)
- ③ synt not connected w. conjunctions, lacking conjunctions, asyndetic:
- ασύνδετες μετοχές, προτάσεις |
- ασύνδετα ρήματα |
- ασύνδετο σχήμα, ύφος
[fr kath ασύνδετος ← K, AG ἀσύνδετος]
- ① unconnected, unlinked, unrelated, isolated (near-syn ασυνάρτητος2 1, άσχετος2 1 ant συνδεδεμένος L, συνδεμένος):