Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύμφορος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασύμφορος, επίθ.
  • Aπρόσφορος, ακατάλληλος:
    • ο τόπος εδόκει ασύμφορος (Δούκ. 18722).

[αρχ. επίθ. ασύμφορος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύμφορος -η -ο [asímforos] Ε5 : που δε συμφέρει, που είναι ανώφελος ή επιζήμιος. ANT συμφέρων· σύμφορος: Aσύμφορη εργασία / τιμή. Tο σχέδιο κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο και ματαιώθηκε. ασύμφορα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύμφορος `ακατάλληλος΄ κατά τη σημ. της λ. συμφέρει]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύμφορος1 [asímforos] ο, (L)
  • s.o. who is useless or who brings no profit:
    • [παροιμία] για τους ασύμφορους κι αξεκόλλητους (Loukatos)

[substantiv. m of ασύμφορος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύμφορος2, -η, -ο [asímforos] (L)
  • ① unprofitable, profitless, unremunerative, uneconomic (ant επικερδής L, συμφέρων L, συμφερτικός):
    • ασύμφορη αγορά, εκμετάλλευση, επιχείρηση, κοινοπραξία |
    • ο εκδότης βρήκε το έργο δαπανηρό και ασύμφορο (Valetas) |
    • βαριές και ασύμφορες δουλειές (TChristidis) |
    • πολιτική μειώσεως των αντιπαραγωγικών δαπανών, που κοινωνικά είναι αντιοικονομικές και ασύμφορες (Zachareas)
  • ② disadvantageous, unfavorable, detrimental (syn L αλυσιτελής, επιζήμιος):
    • ασύμφορη απομόνωση, ενέργεια, σύμβαση |
    • ασύμφορη απαίτηση, αύξηση |
    • πουλούν τα μοσχάρια τους σε ασύμφορες τιμές (PSolomos) |
    • το A΄ Σώμα είχε μια διάταξη μετώπου ασύμφορη (Terzakis) |
    • ο Π. θεωρεί τον γεωγραφικό διαχωρισμό των κοινοτήτων ασύμφορο για όλους (Christidis) |
    • στιγματίζουμε όμως τις εκτροπές όχι ως σιχαμερές, αλλά ως βλαβερές και ασύμφορες (Palaiologos)
  • ⓐ inexpedient, unsuitable, inappropriate, inadvisable (syn ακατάλληλος 1b, L απρόσφορος):
    • ασύμφορη πρόταση |
    • ασύμφορη χρήση, αρετή |
    • η ελληνική κυβέρνηση έκρινε τα αμερικανικά σκάφη ασύμφορα από πλευράς ποιότητας και συνολικής αξίας |
    • ο αρχιεπίσκοπος δεν άργησε να καταλάβει πως η άμεση διάλυση της EOKA ήταν ασύμφορη (Christidis) |
    • δεν θα ήταν ασύμφορη η διαχώριση ορισμένων τμημάτων (DPolemis)

[fr kath ασύμφορος ← PatrG ἀσύμφορος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες