Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύμπτωτος -η -ο [asímptotos] Ε5 : που δε συμπίπτει με κτ. άλλο. || (μαθημ.): Aσύμπτωτοι κύκλοι. Aσύμπτωτες ευθείες. || ασύμφωνος: Aσύμπτωτες γνώμες / απόψεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀσύμπτωτος, αρχ. σημ.: `που δεν ελαττώνει το μέγεθός του΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύμπτωτος η, s. ασύμπτωτη.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύμπτωτος, -η, -ο [asímbtotos] (L)
- ① math asymptotic, non-intersecting, non-contiguous (syn ασυμπτωτικός):
- ασύμπτωτη γραμμή, επιφάνεια
- ② fig completely separate, non-coinciding (near-syn ασυμβίβαστος2 2b):
- τα πριν ασύμπτωτα έργα τώρα συναντώνται (Papanoutsos) |
- θα διασταυρωθούν .. οι ασύμπτωτες τάξεις, για να μας δώσουν με τη σύγκρουσή τους .. το κωμικό αποτέλεσμα (id.)
- ⓐ inharmonious, discordant, opposing, incompatible, incongruous (syn ασυμβίβαστος2 2b, ασύμφωνος 2, ασυνταίριαστος b):
- οι επιστήμονες της γενεάς του μοιράζονταν εδώ στην Eλλάδα σε δύο πνευματικές οικογένειες, σε πολλά σημεία ασύμπτωτες ως προς τη νοοτροπία, την κοινωνική τοποθέτηση, τους πολιτικούς προσανατολισμούς (Papanoutsos) |
- όταν παρεμβαίνουν στο διάλογο δυνάμεις εξωθεωρητικές, 'λόγος' και 'αντίλογος' εκφράζουν ασύμπτωτες οπτικές γωνίες (id.) |
- πρόθεσή του είναι να συμβιβάσει οπωσδήποτε τις ασύμπτωτες θεωρήσεις ενός ζητήματος .. (id.)
[fr kath ασύμπτωτος ← MG (5th c.) ασύμπτωτος ← PatrG, K, AG ἀσύμπτωτος, cpd w. συμπτωτός]
- ① math asymptotic, non-intersecting, non-contiguous (syn ασυμπτωτικός):