Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύμμετρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασύμμετρα [asímetra] adv (L)
  • ① not symmetrically, asymmetrically:
    • (ant συμμετρικά) |
    • ο επάνω [όροφος] είχε τρία τρίλοβα παράθυρα τοποθετημένα ~ |
    • δεξιά κι αριστερά απ' το άνοιγμα της πόρτας υπάρχουν δυο παράθυρα βαλμένα ~ προς την πόρτα (Miliadis)
  • ② in absence of due proportion, disproportionately (syn δυσανάλογα):
    • δίνει στο ~ |
    • ήταν ~ μεγαλύτερος και επιφανέστερος από τους συγχρόνους του λογίους (Dimaras) |
    • το δεύτερο μέρος του, αν το συγκρίνουμε με το πρώτο, είναι ~ σύντομο (Kakridis) |
    • το κάτω μέρος του προσώπου είναι ~ μεγαλύτερο (Giouri)

[fr postmed (Somavera) ασύμμετρα, der of ασύμμετρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες