Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύλητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύλητος -η -ο [asílitos] Ε5 : που δεν είναι συλημένος, που δεν τον έχουν συλήσει: ~ ναός / τάφος.

[λόγ. < αρχ. ἀσύλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύλητος, -η, -ο [asílitos] (L)
  • not despoiled, unplundered, unpillaged (syn αλεηλάτητος, αλήστευτος 1, ant συλημένος):
    • ο τάφος του T. ήταν ο μόνος που βρέθηκε ~ |
    • η μεγάλη σημασία του ιερού έγκειται στο ότι βρέθηκε .. ασύλητο (Brouskari)

[fr kath ασύλητος ← K, AG ἀσύλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες