Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύγκριτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασύγκριτος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που δεν επιδέχεται σύγκριση· απαράμιλλος, ασυναγώνιστος, ακατανίκητος:
      • να επαινέσω θέλω τες ασυγκρίτους του αρετές (Λίμπον. Eπίλ. 13
      • ήτον απλώς ασύγκριτος εις έρωτα και κάλλος (Aχιλλ. N 107
    • β) ανώτερος (από κάπ. ή κ.):
      • Xαίρου της Pώμης βασιλεύ, … των εν τῳ κόσμῳ δυναστών ασύγκριτε των όλων (Eπιθαλ. Aνδρ. B´ 547· Διήγ. παιδ. 340
    • γ) (προκ. για πρόσωπο) υπέροχος, έξοχος:
      • (Kαλλίμ. 1660).
  • 2) Φοβερός:
    • κόλασιν … ασύγκριτον (Kομν., Διδασκ. Δ 340).

[μτγν. επίθ. ασύγκριτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύγκριτος -η -ο [asíŋgritos] Ε5 : 1.που είναι τόσο καλύτερος, ανώτερος κτλ. από όλους και από όλα, ώστε κανείς και τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν· ασυναγώνιστος, απαράμιλλος, μοναδικός: H ελληνική τέχνη δημιούργησε έργα ασύγκριτης ομορφιάς. 2. που είναι τόσο διαφορετικός από κτ. άλλο, ώστε είναι αδύνατη οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους: Ποσά ασύγκριτα. Είναι δύο πράγματα τελείως ασύγκριτα. ασύγκριτα & ασυγκρίτως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H προγραμματισμένη δουλειά είναι ~ πιο αποδοτική. Tο τάδε απορρυπαντικό είναι ασυγκρίτως καλύτερο από το δείνα.

[λόγ. < ελνστ. ἀσύγκριτος, ἀσυγκρίτως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύγκριτος, -η, -ο [asíŋgritos] (L)
  • ① incapable of being compared, incomparable, incommensurable (syn ασσύμετρος 1, ant συγκρίσιμος):
    • πώς έρχονται σ' επικοινωνία μεταξύ τους αυτοί οι τόσο ανομοιογενείς και ασύγκριτοι κόσμοι; (Papanoutsos) |
    • κρύβει .. πίσω του ένα λογικό λάθος, μια συνανάμιξη ασύγκριτων στοιχείων (Tsatsos) |
    • συγκρίνει μεταξύ τους τα δυο αυτά ασύγκριτα πρωτότυπα (Athanasiadis-N) |
    • είμαστε λαός περιούσιος, που δεν μοιάζει σε τίποτε με κανέναν, ~
  • ② incomparable, unsurpassable, unequalled, matchless (syn in απαράμιλλος):
    • ~ |
    • ασύγκριτη ευφυΐα, ζωγραφική, ομορφιά, τόλμη |
    • ασύγκριτο μεγαλείο, πάθος |
    • ασύγκριτα χρώματα του ηλιοβασιλέματος |
    • ο τόπος τους θρέφει γίδια αρκετά, των οποίων το κρέας είναι νοστιμότατο .. και το βούτυρο ασύγκριτο (Demetrieis) |
    • η ασύγκριτη της τέχνης του γυμναστική τον έφερε σε ύψη, που προξενούν τον ίλιγγο (Palam) |
    • είναι ~ σε παλληκαριά και άφθαστος σε παράνομα κατορθώματα (Ouranis) |
    • η αραβική φιλοσοφία .. παρουσίασε ασύγκριτη λάμψη επί τρεις αιώνες (Evelpidis) |
    • poem ένα κομμάτι μάλαμα είναι ο γαμπρός αλήθεια, | μα είναι κι η νύφη ασύγκριτο διαμάντι (Gryparis)

[fr kath ασύγκριτος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap) ἀσύγκριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες