Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασύγκριτα, επίρρ.
-
- Xωρίς σύγκριση· σε ανώτατο βαθμό:
- της θαλάσσης τα κύματα ασύγκριτ’ απελέγχουν (ενν. τα μάρμαρα και αι τούτων συνθέσεις) (Παϊσ., Iστ. Σινά 536).
[<επίθ. ασύγκριτος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Xωρίς σύγκριση· σε ανώτατο βαθμό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύγκριτα [asíŋgrita] adv (L)
- beyond comparison, incomparably, matchlessly (syn απαράμιλλα, ασυγκρίτως, near-syn απείρως 2b):
- ~ |
- εξακολούθησε .. να με θεωρείς ~ και απόλυτα πιστό σου και αφοσιωμένο (Palam) |
- οι κουτοί είναι ~ περισσότεροι από τους έξυπνους (Papanoutsos) |
- η φύση η ελληνική κατέχει, ~ με κάθε άλλη, τα στοιχεία που άμεσα επηρεάζουν το ανθρώπινο πνεύμα (Tsatsos) |
- μερικές χιλιάδες τόνοι από τρόφιμα .. θα ωφελούσαν .. ~ τη μεταπολεμική γαλήνη (Angelop) |
- poem το γλυκό χαμόγελο, που σου πηγαίνει ~, | στα χείλη πάλι δείξε (Skipis) |
- .. κάτι μας φέρατε άλλο | χίλιες φορές ιερότερο κι ~ μεγάλο (Athanas)
[fr postmed ασύγκριτα, der of ασύγκριτος; cf kath ασυγκρίτως]
- beyond comparison, incomparably, matchlessly (syn απαράμιλλα, ασυγκρίτως, near-syn απείρως 2b):