Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασόδιαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασόδιαστος -η -ο [asóδjastos] Ε5 : για (φυτική) παραγωγή που δεν την έχουν σοδιάσει, που δεν έγινε η συγκομιδή της.

[α- 1 σοδιασ- (σοδιάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασόδιαστος, -η, -ο [asό∂jastos]
  • unharvested, ungathered, unpicked (syn αμάζευτος 1):
    • ασόδιαστη σταφίδα |
    • ασόδιαστα φασόλια

[fr postmed (Somavera) ασόδιαστος, cpd w. σοδιαστός, der of εισοδιάζω 'come in' (of revenue), OT]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες