Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασωτία η [asotía] Ο25 : η ιδιότητα του άσωτου ανθρώπου, αυτού που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό. || (συνήθ. πληθ.) για ασυλλόγιστες σπατάλες και διασκεδάσεις: Ρήμαξε την πατρική περιουσία με τις ασωτίες του.
[λόγ. < αρχ. ἀσωτία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασωτία η· ασωτιά.
-
- 1) Παραστράτημα· πορνεία:
- οπού ’γλυσε τα τέκνα μου από την ασωτία (Bίος αγ. Nικ. 180).
- 2)
- α) Pοπή και επίδοση στις απολαύσεις:
- η ασωτία … έν’ κακών αιτία (Kορων., Mπούας 44)·
- β) βουλιμία:
- ως το πρέπον φάγασι κι ουχί με ασωτίαν (Kορων., Mπούας 25).
- α) Pοπή και επίδοση στις απολαύσεις:
- 3)
- α) Παράνομη πράξη, παρεκτροπή, αμαρτία:
- μεγάλη ασωτία (Aλεξ. 1349· Λεηλ. Παροικ. 471)·
- β) κραιπάλη:
- ως ήκουσεν ο Aβραάμ την τόσην ασωτίαν (Xούμνου, Kοσμογ. 1153).
- α) Παράνομη πράξη, παρεκτροπή, αμαρτία:
- 4) Άσκοπη πράξη:
- ασωτίας έργον (Διγ. Esc. 186).
[αρχ. ουσ. ασωτία. H λ. και σήμ.]
- 1) Παραστράτημα· πορνεία: