Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασωτεία [asotía] η, (sp. also ασωτία)
- :
- εξακολουθούμε αμέριμνοι την κάθε λογής ~ |
- θα νόμιζε κανείς πως τα προβλήματα .., έπειτα από τόση ~ αίματος, θα είχαν εκμηδενισθεί (Panagiotop) |
- από ~ εκθέτει στον κίνδυνο στερήσεων τον εαυτό του ή την οικογένειά του (Christidis AK)
- ① dissoluteness, profligacy, prodigality (syn ακολασία 1):
- είναι επικίνδυνοι εις τες διατριβές τους και συμπόσια, φιλήδονοι και κλίνουν και ολίγο εις την ~ |
- είχε χρόνους πολλούς στην Aμερική, αλλά τον έφαγαν οι ασωτείες (Valtinos) |
- poem εκείνος, που 'χε εις ασωτείες περάσει | το πρώτο της ζωής δύσκολο μέρος (Markoras)
[fr kath ασωτεία ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG ἀσωτεία, der of ασωτεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασωτία η [asotía] Ο25 : η ιδιότητα του άσωτου ανθρώπου, αυτού που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό. || (συνήθ. πληθ.) για ασυλλόγιστες σπατάλες και διασκεδάσεις: Ρήμαξε την πατρική περιουσία με τις ασωτίες του.
[λόγ. < αρχ. ἀσωτία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασωτία η· ασωτιά.
-
- 1) Παραστράτημα· πορνεία:
- οπού ’γλυσε τα τέκνα μου από την ασωτία (Bίος αγ. Nικ. 180).
- 2)
- α) Pοπή και επίδοση στις απολαύσεις:
- η ασωτία … έν’ κακών αιτία (Kορων., Mπούας 44)·
- β) βουλιμία:
- ως το πρέπον φάγασι κι ουχί με ασωτίαν (Kορων., Mπούας 25).
- α) Pοπή και επίδοση στις απολαύσεις:
- 3)
- α) Παράνομη πράξη, παρεκτροπή, αμαρτία:
- μεγάλη ασωτία (Aλεξ. 1349· Λεηλ. Παροικ. 471)·
- β) κραιπάλη:
- ως ήκουσεν ο Aβραάμ την τόσην ασωτίαν (Xούμνου, Kοσμογ. 1153).
- α) Παράνομη πράξη, παρεκτροπή, αμαρτία:
- 4) Άσκοπη πράξη:
- ασωτίας έργον (Διγ. Esc. 186).
[αρχ. ουσ. ασωτία. H λ. και σήμ.]
- 1) Παραστράτημα· πορνεία: