Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασχόλημα το.
-
- Aσχολία, απασχόληση·
- (εδώ ερωτική):
- της κόρης … τ’ ασχολήματα (Λίβ. N 1916).
- (εδώ ερωτική):
[μτγν. ουσ. ασχόλημα]
- Aσχολία, απασχόληση·
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχόλημα [asxόlima] το, (L)
- pursuit, activity, endeavor (syn απασχόληση 3, ασχόληση 2):
- τα κάθε λογής ασχολήματα .. γεμίζουν την ύπαρξή μας, από τα πιο ευτελή έως τα υψηλότερα (Papanoutsos) |
- θα πρότρεπα τους φίλους να κάνουν σοβαρό τους ~
[fr kath ασχόλημα ← MG ασχόλημα ← K (also pap) ἀσχόλημα, der of K ἀσχολῶ (-έω)]
- pursuit, activity, endeavor (syn απασχόληση 3, ασχόληση 2):