Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασχολίζω· ’σκολίζω.
-
- 1) (Eνεργ. μτβ.) απασχολώ κάπ.:
- εσύραν βερετουνία … να ’σκολίζουν τους λας (Mαχ. 4842).
- 2) (Mέσ. αμτβ.) απασχολούμαι:
- ’σκολισμένος με την μάχην (αυτ. 32838).
[<αόρ. του ασχολώ. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- 1) (Eνεργ. μτβ.) απασχολώ κάπ.: