Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχολίαστος -η -ο [asxolíastos] Ε5 : που δεν τον έχουν σχολιάσει, που δεν είναι σχολιασμένος. 1. που δεν έχουν γίνει γι΄ αυτόν σχόλια και συζητήσεις, συνήθ. με κριτική ή και επικριτική διάθεση: Aσχολίαστο γεγονός. Aσχολίαστη πράξη. H απουσία της δεν πέρασε ασχολίαστη. 2. για κείμενο για το οποίο δεν έχουν γραφτεί κριτικά ή ερμηνευτικά σχόλια: Aσχολίαστη έκδοση αρχαίου κειμένου.
ασχολίαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 σχολιασ- (σχολιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχολίαστος, -η, -ο [asxolíastos] (L)
- ① not remarked or commented upon, unremarked, unmentioned (syn απαρατήρητος 2, near-syn ασυζήτητος 1):
- ασχολίαστο γεγονός, έγκλημα |
- η κυβέρνηση δεν άφησε ασχολίαστη την απόκλιση των απόψεων μεταξύ των αγορητών της αντιπολιτεύσεως |
- θα έμεναν ασχολίαστες οι αδυναμίες, που έχουν πολλά άλλα μυθιστορήματά του (Charis) |
- η ποιητική γοητεία βγαίνει από την ασχολίαστη αναπαράσταση των πραγμάτων (Sachinis, adapted) |
- σχεδόν απαρατήρητη και ασχολίαστη .. επέρασε η σύντομη είδηση (Floros) |
- αφήσαμε ασχολίαστη τη μέθη της (Palaiologos)
- ② philol lacking commentary, unannotated (ant σχολιασμένος):
- ασχολίαστη έκδοση |
- ασχολίαστο βιβλίο, χειρόγραφο |
- ασχολίαστοι αρχαίοι συγγραφείς
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασχολίαστος, cpd w. *σχολιαστός whose der is kath (1898) σχολιαστ-ικός]
- ① not remarked or commented upon, unremarked, unmentioned (syn απαρατήρητος 2, near-syn ασυζήτητος 1):