Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχολία [asxolía] Ο25 : 1. το να αφιερώνει κάποιος τη δραστηριότητα, το χρόνο του σε κτ.: ~ με τη μουσική / με το διάβασμα / με την περιποίηση του κήπου / με την ανατροφή των παιδιών. Αυτό δεν είναι ~ για σοβαρό άνθρωπο. 2. (συνήθ. πληθ.) α. οι εργασίες τις οποίες κάνει ή πρέπει να κάνει κάποιος: Έχει πολλές ασχολίες τώρα που έγινε υπουργός. β. το επάγγελμα: Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων μιας χώρας.
[λόγ. < αρχ. ἀσχολία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχολία [asxolía] η, (L)
- ① business, activity, affair, occupation (syn απασχόληση 3, δραστηριότητα):
- έχει πολλές ασχολίες και δεν βλέπει τα παιδιά του συχνά |
- θα προτιμούσα .. να λύνω σταυρόλεξα, μα δεν διαλέγει κανείς πάντοτε τις ασχολίες του (Vrettakos) |
- αυτά είναι .. τα καθοδηγητικά αξιώματα του Kωστή Παλαμά στην κριτική του ~
- ② preoccupation, concern, interest (syn απασχόληση 2, ενασχόληση):
- τραγούδια και χοροί είναι η κυρία ~
[fr kath ασχολία ← K (also pap), AG ἀσχολία, der of ἄσχολος 'busy']
- ① business, activity, affair, occupation (syn απασχόληση 3, δραστηριότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχολίαστα [asxolíasta] adv (L)
- without commenting:
- o Chekhov παρακολουθεί ~
[der of ασχολίαστος]
- without commenting:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχολίαστος -η -ο [asxolíastos] Ε5 : που δεν τον έχουν σχολιάσει, που δεν είναι σχολιασμένος. 1. που δεν έχουν γίνει γι΄ αυτόν σχόλια και συζητήσεις, συνήθ. με κριτική ή και επικριτική διάθεση: Aσχολίαστο γεγονός. Aσχολίαστη πράξη. H απουσία της δεν πέρασε ασχολίαστη. 2. για κείμενο για το οποίο δεν έχουν γραφτεί κριτικά ή ερμηνευτικά σχόλια: Aσχολίαστη έκδοση αρχαίου κειμένου.
ασχολίαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 σχολιασ- (σχολιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχολίαστος, -η, -ο [asxolíastos] (L)
- ① not remarked or commented upon, unremarked, unmentioned (syn απαρατήρητος 2, near-syn ασυζήτητος 1):
- ασχολίαστο γεγονός, έγκλημα |
- η κυβέρνηση δεν άφησε ασχολίαστη την απόκλιση των απόψεων μεταξύ των αγορητών της αντιπολιτεύσεως |
- θα έμεναν ασχολίαστες οι αδυναμίες, που έχουν πολλά άλλα μυθιστορήματά του (Charis) |
- η ποιητική γοητεία βγαίνει από την ασχολίαστη αναπαράσταση των πραγμάτων (Sachinis, adapted) |
- σχεδόν απαρατήρητη και ασχολίαστη .. επέρασε η σύντομη είδηση (Floros) |
- αφήσαμε ασχολίαστη τη μέθη της (Palaiologos)
- ② philol lacking commentary, unannotated (ant σχολιασμένος):
- ασχολίαστη έκδοση |
- ασχολίαστο βιβλίο, χειρόγραφο |
- ασχολίαστοι αρχαίοι συγγραφείς
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασχολίαστος, cpd w. *σχολιαστός whose der is kath (1898) σχολιαστ-ικός]
- ① not remarked or commented upon, unremarked, unmentioned (syn απαρατήρητος 2, near-syn ασυζήτητος 1):